- ὑμνογράφους
- ὑμνογράφοςcomposer of hymnsmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αειμακάριστος — η, ο και ος, ο (AM ἀειμακάριστος, ον) ο άξιος να τόν μακαρίζει κανείς παντοτινά, δηλ. να τόν θεωρεί μακάριο, ευτυχή το επίθ. αυτό αποδίδεται ειδικά από τους υμνογράφους στη Θεοτόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μακαριστὸς < μακαρίζω] … Dictionary of Greek
θεοτοκάριον — Λειτουργικό βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Περιέχει ύμνους για τη Θεοτόκο γραμμένους από 22 υμνογράφους. * * * το (Μ θεοτοκάριον) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει πενήντα έξι κανόνες προς τιμήν τής θεοτόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοτόκος + άριον… … Dictionary of Greek
Ιεσσαί — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν εγγονός του Βοόζ και της Ρουθ και πατέρας του προφήτη Δαβίδ. Εκτός από τον Δαβίδ, είχε ακόμα οκτώ γιους και δύο κόρες. Πλούσιος βοσκός, εξακολούθησε την ποιμενική του ζωή και μετά την ανακήρυξη του Δαβίδ σε βασιλιά. Στη… … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Δαμασκηνός — (Δαμασκός, περ. 675 – Ιεροσόλυμα, περ. 750). Θεολόγος, υμνογράφος και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Καταγόταν από οικογένεια γνωστή με το όνομα Μανσούρ και ο πατέρας του ήταν λογοθέτης στην αυλή του χαλίφη Αμπτ ελ Mαλέκ. Στην αρχή ακολούθησε και ο… … Dictionary of Greek
Ρωμανός ο Μελωδός — Βυζαντινός υμνογράφος από τη Συρία, που έζησε, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, τον 6o αι. Από τους μεγαλύτερους υμνογράφους της Ανατολικής Εκκλησίας, ο Ρ., εβραϊκής πιθανότατα, καταγωγής, έχει βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας και γράφει μερικούς… … Dictionary of Greek